- φενᾱκικός
- φενᾱκικός, betrügerisch, täuschend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φενακικώς — Α επίρρ. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) με λογοπαίγνια, απατηλώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέναξ, ακος, μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *φενακικός] … Dictionary of Greek